- καταβρεχτήρας
- ομηχάνημα ή όχημα, με το οποίο γίνεται το κατάβρεγμα των δρόμων: Δεν πέρασε σήμερα ο καταβρεχτήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταβρεχτήρας — ο 1. το καταβρεχτήρι 2. όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. τήρ(ας), (πρβλ. ανεμισ τήρας, οδοστρω τήρας). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρες, μαρτυρείται από το 1893 στην… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταβρεκτήρας — ο βλ. καταβρεχτήρας … Dictionary of Greek